- υπαστυνόμος
- ο, Ν1. ο κατά σειράν ιεραρχίας αμέσως μετά τον αστυνόμο αξιωματικός, ο αναπληρωτής αστυνόμου2. βαθμός αξιωματικού τής Ελληνικής Αστυνομίας, διαχωριζόμενος σε δύο τάξεις·3. φρ. «υπαστυνόμος Β'» — ο βαθμός με τον οποίο αποφοιτούν οι νέοι αξιωματικοί από τις παραγωγικές σχολές τής Ελληνικής Αστυνομίαςβ) «υπαστυνόμος Α'» — βαθμός στον οποίο προάγεται ο υπαστυνόμος Β' ύστερα από ορισμένο χρόνο υπηρεσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + αστυνόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.